- δοκήμασιν
- δόκημαvisionneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόκημα — δόκημα, το (Α) [δοκώ] 1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων») 2. γνώμη, προσδοκία 3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί») … Dictionary of Greek